dielectric$94137$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dielectric$94137$ - translation to ελληνικό

ELECTRICAL DISCHARGE BETWEEN TWO ELECTRODES SEPARATED BY AN INSULATING DIELECTRIC BARRIER
Dielectric Barrier Discharge; Drive dielectric barrier discharge
  • Typical construction of a DBD device wherein one of the two electrodes is covered with a dielectric barrier material. The lines between the dielectric and the electrode are representative of the discharge filaments, which are normally visible to the naked eye.
  • A dielectric barrier discharge produced using [[mica]] sheets as [[dielectric]], put on two steel plates as electrode. The discharge is taking place in normal atmospheric air, at about 30 kHz, with a discharge gap of about 4 mm. The ''foot'' of the discharge is the charge accumulation on the barrier surface.

dielectric      
adj. διηλεκτρικός

Ορισμός

Dielectric
·noun Any substance or medium that transmits the electric force by a process different from conduction, as in the phenomena of induction; a nonconductor. separating a body electrified by induction, from the electrifying body.

Βικιπαίδεια

Dielectric barrier discharge

Dielectric-barrier discharge (DBD) is the electrical discharge between two electrodes separated by an insulating dielectric barrier. Originally called silent (inaudible) discharge and also known as ozone production discharge or partial discharge, it was first reported by Ernst Werner von Siemens in 1857.